παραρίχνω

παραρίχνω
βλ. παραρρίπτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραρίχνω — παράριξα, παραρίχτηκα, παραριγμένος 1. ρίχνω κάτι υπερβολικά: Παράριξες αλάτι στο φαγητό. 2. ρίχνω στην άκρη, παραπετώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραριχτός — ή, ό [παραρίχνω] παραγκωνισμένος, παραπεταμένος, περιφρονημένος …   Dictionary of Greek

  • παραρρίπτω — ΝΑ, παραρριπτῶ, έω και ποιητ. τ. παραρίπτω Α, παραρίχνω Ν ρίχνω κάτι παράμερα περιφρονητικά, παραπετώ νεοελλ. 1. ρίχνω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση πρέπει («παράριξες αλάτι στο φαΐ και τό έκανες λύσσα») 2. ρίχνω κάτι σε άμιλλα με κάποιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”